- παιδισκάριον
- παιδισκ-άριον, τό, Dim. of παιδίσκη, Men.338, 402.15, Ph.2.451, Arr.Epict.3.25.6, Luc.DMort.27.7, Hld.1.11;A
μουσικὰ π. Posidon. 28.4
J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσικὰ π. Posidon. 28.4
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδισκάριον — παιδισκάριον, τὸ (Α) [παιδίσκη] υποκορ. τού παιδίσκη … Dictionary of Greek
παιδισκάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίοις — παιδισκάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίου — παιδισκάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίων — παιδισκάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκαρίῳ — παιδισκάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκάρια — παιδισκάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαλήθριον — παιδαλήθριον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παιδισκάριον» … Dictionary of Greek